- ξεροκαμπιά
- ηπεδιάδα ξερή, χωρίς νερό, άγονη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεροκαμπία — και ξηροκαμπία, η [ξερόκαμπος] άνυδρη και άφορη πεδινή έκταση, ξερός κάμπος 2. φρ. ειρων. «δήμαρχος πάσης ξεροκαμπίας (ή ξηροκαμπίας)» τίτλος ή αξίωμα χωρίς καμία σημασία … Dictionary of Greek
ξερόκαμπος — Πεδινός οικισμός (68 κάτ., υψόμ. 60), στην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ζίρου. * * * ο η ξεροκαμπία … Dictionary of Greek
ξηροκαμπία — η βλ. ξεροκαμπία … Dictionary of Greek